- ύς
- ὁ, Α(συνηρ. τ.) βλ. υιός.————————ὑός, ὁ, ἡ, Α1. αγριόχοιρος, κάπρος («ἔλαφος δὲ καὶ ὗς ἄγριος ἐν Λιβύη πάμπαν οὐκ ἔστι», Ηρόδ.)2. κατοικίδιος χοίρος, γουρούνι3. ύαινα4. το φυτό ύσγη5. παροιμ. φρ. α) «Βοιωτία ὗς» — δηλώνει έλλειψη αγωγής και τραχύτητα χαρακτήρα (Πίνδ.)β) «ὗς ποτ' Ἀθηναίαν ἔριν ἤρισε ἢ ὗς τὴν Ἀθηνᾱν» — λέγεται για ανθρώπους ανεπίδεκτους μαθήσεως που συνηθίζουν να λογομαχούν και, γενικά, να ανταγωνίζονται με σοφούς ανθρώπους (Θεόκρ.)γ) «ὗς διὰ ῥόδων» — λέγεται για ανθρώπους απαίδευτους και ανάγωγους (Κράτ. Κωμ.)δ) «ύς ὑπὸ ῥόπαλον δραμεῑται» — λέγεται για ανθρώπους που προκαλούν οι ίδιοι την καταστροφή τους (Φώτ.)ε) «ὗς ἐκώμασε» — λέγεται για ανθρώπους αδέξιους και άκομψους (Θεόγνωστ.)στ) «παχὺς ὗς ἔκειτ' ἐπὶ στόμα» — λέγεται για παχύσαρκα από την αδηφαγία άτομα (Μεν.)ζ) «λύσω τὴν ἐμαυτῆς ὗν» — θα αφήσω όλο τον θυμό μου να ξεσπάσει (Αριστφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ., η οποία ανάγεται στον ΙΕ τ. *su-s- «κατοικίδιος χοίρος, θηλυκός χοίρος» (τ. ο οποίος, κατά μία άποψη, προέρχεται από ΙΕ ρίζα *sũ- «γεννώ» λόγω τής γνωστής γονιμότητας τών θηλυκών χοίρων, ενώ, κατ' άλλη άποψη, είναι δάνειος από την Κινεζική) και συνδέεται με: λατ. sus «χοίρος», αρχ. άνω γερμ. sū (πρβλ. γερμ. Sau «θηλυκός χοίρος, αγγλ. sow «θηλυκός χοίρος»), αβεστ. hūš, γοτθ. swein (πρβλ. γερμ. Schwein «χοίρος»). Στην Ελληνική η λ. ὗς χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον κατοικίδιο χοίρο, αλλά και τον αγριόχοιρο και κυρίως τον θηλυκό χοίρο, παρλλ. με τους τ. κάπρος*, σῦς*, χοῖρος* και αντικαταστάθηκε νωρίς από τηλ. χοῖρος].
Dictionary of Greek. 2013.